λωποδυσία

λωποδυσία
η (Α λωποδυσία και λωποδυτία) [λωποδύτης]
ξεγύμνωμα, επιτήδεια κλοπή, ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας
αρχ.
κλοπή ενδυμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λωποδυσία — η η κλεψιά: Τα λεφτά που βγάζει είναι μόνο από λωποδυσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λωποδυσίας — λωποδυσίᾱς , λωποδυσία slipping into fem acc pl λωποδυσίᾱς , λωποδυσία slipping into fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδυσίαν — λωποδυσίᾱν , λωποδυσία slipping into fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδυσίαις — λωποδυσία slipping into fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδυτικός — ή, ό [λωποδύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λωποδύτη, που γίνεται με λωποδυσία. επίρρ... λωποδυτικώς με τον τρόπο τού λωποδύτη, με λωποδυσία, όπως οι λωποδύτες …   Dictionary of Greek

  • Apagoge (Recht) — Apagoge (griechisch ἀπαγωγή, wörtl. „Abführen“) bezeichnete im antiken Athen ein Schnellgerichtsverfahren. Wegen bestimmter Straftaten wie etwa Diebstahl (κλοπή), Wegelagerei (λωποδυσία), Menschenraub (ἀνδροληψία) aber auch Mord (φόνος) [1]… …   Deutsch Wikipedia

  • λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… …   Dictionary of Greek

  • λωποδυτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο λωποδύτη ή γίνεται με λωποδυσία: Με τη λωποδυτική του ικανότητα πλουτίζει χωρίς κόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”